- αξίνιστος
- -η, -οαυτός που δεν ξίνισε: Το φαΐ, μ' όλη τη ζέστη, ήταν αξίνιστο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αξίνιστος — η, ο (για τρόφιμα) αυτός που δεν ξίνισε, που δεν χάλασε, δεν αλλοιώθηκε … Dictionary of Greek